αιπολώ

αιπολώ
αἰπολῶ (-έω) (Α) [αἰπόλος]
βόσκω αίγες, είμαι γιδοβοσκός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αἰπολῶ — αἰπολέω tend goats pres subj act 1st sg (attic epic doric) αἰπολέω tend goats pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰπόλῳ — αἴπολος goatherd masc dat sg αἰπόλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιπόλος — αἰπόλος, ο (Α) 1. αιγοβοσκός, γιδοβοσκός 2. στον Ησύχιο «αἰπόλος κάπηλος» η σημ. «κάπηλος» είτε αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία τού ομηρ. χωρίου ρ 247 (Leumann) είτε, το πιθανότερο (Latte), αποτελεί παρανάγνωση τού ἀί πολος (= ἀεί πολος) που θα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”